Dizionario Inglese - Greco

English - ελληνικά

whole Greco:

1. ολόκληρος



Greco parola "whole"(ολόκληρος) si verifica in set:

In London At Last 1- 23

2. ολόκληρη


Έχεις φάει ολόκληρη την τούρτα μόνος σου;
Έφαγες ολόκληρη την πίτσα;Πως μπόρεσες!

Greco parola "whole"(ολόκληρη) si verifica in set:

Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 251 - 300