Dizionario Polacco - Greco

język polski - ελληνικά

jadę Greco:

1. πάω πάω


Αύριο θα πάω στην Αμερική.
Αύριο θα πάω σχολείο, γιατί έχω εξετάσεις στο μάθημα της Ιστορίας.