Dizionario Polacco - Greco

język polski - ελληνικά

potem Greco:

1. αργότερα


Ένα χρόνο αργότερα γεννήθηκε ο Παύλος.

2. μετά


Παρόλο που εσύ είσαι εντάξει μ'αυτό, κανείς άλλος δεν θα το δεχτεί. Θα με μαλώσουν μετά άρα...