Dizionario Inglese - Greco

English - ελληνικά

level Greco:

1. επίπεδο


Το νοητικό του επίπεδο είναι υψηλότερο απ'το μέσο αγόρι.

Greco parola "level"(επίπεδο) si verifica in set:

Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 701 - 750
Companion 4b-4c

2. όροφο


Πήρα το ασανσέρ μέχρι τον τρίτο όροφο.
Η κουζίνα βρίσκεται τον κατώτερο όροφο.